- αταξία
- (Ιατρ). Η διαταραχή της εναρμόνισης των μυϊκών συσπάσεων με συνέπεια τη δυσχέρεια στη διατήρηση σταθερής όρθιας θέσης (στατική α.) και στην ορθή εκτέλεση κινήσεων των άκρων, εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της μυϊκής δύναμης που πρέπει να καταβληθεί για την πραγματοποίηση μιας ορισμένης κίνησης, όπως το βάδισμα ή η σύλληψη ενός αντικειμένου (δυναμική α.). Η α. οφείλεται σε βλάβη των νεύρων που μεταδίδουν τα περιφερικά ερεθίσματα στα εγκεφαλικά κέντρα και κατά ένα μέρος σε διαταραχή της λειτουργίας της παρεγκεφαλίδας. Η α. μπορεί να οφείλεται σε κληρονομικά αίτια ή να είναι αποτέλεσμα νόσων του νευρικού συστήματος, όπως η νωτιάς φθίση ή μερικοί όγκοι του εγκεφάλου.
* * *η (AM ἀταξία) [άτακτος]1. έλλειψη τάξης, ακαταστασία2. έλλειψη πειθαρχίας, αναρχία3. ανωμαλία, αντικανονικότηταμσν.- νεοελλ.1. ηθική παράβαση, παράπτωμα2. απρέπειανεοελλ.1. ιατρ. «κινητική αταξία» — γενικός ιατρικός όρος για το ασταθές βάδισμα2. φυσ. τοπική ατέλεια στη δομή των στερεών σωμάτωναρχ.-μσν.ταραχή, στάση.
Dictionary of Greek. 2013.